- ααθότη
- αβάλλωτoς
- αβαρία
- αβγκό
- άβι
- άβλαος
- αβλατσά
- αβλάτσι
- αβλογύριση
- αβλόητη
- αβούλλωτος
- άβρεχος
- αγανιά
- αγάνωτος
- αγγλούππα
- αγγουρόκουννα
- άγγρη
- αγιάζι
- αγιόκλημα
- αγκάθθα
- αγκάστρι
- άγκοννας
- αγκωνάρι
- άγκωνας
- αγριοκάτσικο
- άγρωστη
- αγώι
- άδγκειος
- αδγκιάντροπα
- αδγκιαντροπιά
- αδγκιάντροπος
- αδγκιαφόρετος
- άδουλος
- αδράχτι
- αέλαμος
- αζάτι
- άζεχτος
- αζμάρι
- αθεόφοος
- αθεριννός
- αθετός
- αθήρι
- άθθιση
- αθθοκουπιάρης
- αθθόνερο
- αθθός
- άθθος
- αθθότυρο
- αθραλάτση
- αθρούμπα
- αθρουμπιάρης
- αθρουμπόμελο
- αθρωπιά
- αθρώπινος
- αθρωπότη
- αθύρι
- άϊς
- άκαος
- ακόνι
- άκουννο
- ακρία
- αλαμπή
- αλαπού
- αλάρμη
- αλατσερό
- αλέουρας
- άλεση
- αλεσίφα
- αλεσιφερή
- αλεφή
- αλήθκεια
- αλλγκιά
- άλλι πέττι
- αλλός
- αλουάς
- αμάνι
- αμάραγκος
- αμέστιος
- αμόλες
- αμοσκάλη
- αμουργιανούενα
- αμπλάστρι
- ανατζέο/μέρος
- ανγκλαβή
- ανεράδες
- ανέφφαλο
- ανεφφόρατος
- ανήψητος
- αντζάνερα
- αντζίνιαστος
- αντράερφος
- αντρόυνο
- ανύπλυτος
- άξαμο
- αουμάς
- αουρία
- απαλάμη
- απεριβάρετος
- απλάτανος
- αποκρέβαττος
- αποκριάτικος
- αππί
- αράθυμος
- αραμά
- αρατζατσί
- αράφι
- αργιάνοι
- άρεκλα
- αρίανος
- αρκιάτσι
- άρμη
- αρναούττι
- αροάχνα
- αρσίζης
- αρσινώ
- αρτοκόφινο
- άρφα-βήττα
- αρφομοίργκια
- αρφός
- άσερο
- ασκελλιά
- ασκιά
- ασκινός
- ασουλούππωττος/ατσούμπαλλoς
- ας όψεται
- ασπάλαθθος
- ασσόλι
- ασσονιός
- αστενόμος
- αστήριγγας
- αστράαλλος
- αστροπελέτσι
- ασυνάρτωτος
- ατζάνερο
- ατζό
- άτσα
- ατσαλιά
- άτσεφος
- ατσί
- ατσία
- ατσικνούα
- ατσιλαρούες
- ατσινάρι
- αυγκούλλα
- αφκαρίστητος
- άφου κατ' άφου
- άφτω
- αφφάλι
- άχλα
- άχλα
- αχχανάτσι
- αψίθυμος
- βαγιά
- βαζάνι
- βαθολοώ
- βαϊλίζω
- βάλα
- βαλανί
- βαρβαλντάσσω
- βαρεμός
- βαρταλαλώ
- βασούλγκια
- βασουλντίττης
- βάσσω
- βασταός
- βάστρα
- βαστρί
- βατζέλιο
- βατί
- βαφτίσκια
- βέργκιες
- βερεσκιέ
- βήσσω
- βίγκλα
- βίλλα
- βίου βίου
- βιτίνα
- βιτουρίτσα
- βίτσα
- βλατσάζω
- βλογιοκομμένος
- βλοημένος
- βλουέττα
- βντα
- βντα πέρα
- βντομά
- βόθκεια
- βόι
- βολά
- βολαρίτες
- βολή
- βολοτσακκώ
- βορντακλός
- βορντονιάζω
- βοτρί
- βόττα/βόρτα
- βότυρος
- βουνάρι
- βουρί
- βούρος
- βου στραβάδες
- βουτυρένα
- βράι
- βράκα
- βρακώνομαι
- βράστη
- βρομούσα
- βρούες
- βρούλντο
- γάδαρος
- γαίμα
- γαλαρία
- γαπίζω
- γαπώ
- γάρα
- γγαρεύγκιω
- γεβέντισμα
- γεβεντισμένη
- γελέκο/κουμπούρι
- γεματίζω
- γέμπγιο
- γεναίκα
- γενιά
- γένουμαι
- γιαγκίνι
- γιάζω
- γιαίννω
- γιάκκαμμα
- γιακκώ
- γιαλουρίζουν τα μάτια του
- γιαμμιάς
- γιαπάνιερι
- γιαπράτσα
- γιαρατίζω
- γιαρενίτσι
- γιαττάτσι
- γιέμμα
- γιμώννω
- γινάτι
- γιοπυριά
- γιορντάμι
- γιοτίζω
- γιουφούρσι
- γιόχτουρη
- γιώννω
- γκαζιέρα
- γκαρντιώννω
- γκαστρωμένη
- γκλεούδγκια
- γκλέω
- γκολλώ
- γκομαχώ
- γκοττί
- γκουλγκιάζω
- γλάφτω
- γλέπω
- γλιθθάτσα
- γλίνα
- γλίτια
- γλιφόνι
- γλυκαντζίικο
- γλυκατσούα
- γντέρνω
- γουμάρι
- γραμματικός
- γραππώνω
- γρεβάντα
- γριάζω
- γρίππος
- γυαλλικό
- γυρί
- γυρούλλι
- δαφσά
- δαχτυλάτες
- δαχτυλί
- δγιασκέντα
- δγκειαφίζω
- δγκιάλλα
- δγκιαλώ
- δγκιάννος
- δγκιατσέντα
- διακονιάρης
- διάλα
- διαλλοΐτικα
- δίκαννο
- διμέλλης
- διμηννήτης
- δισάγγονο
- δκιαλώ
- δος τον αζάτι
- δραμουντάνα
- δροσόλι
- δρωκούκκουα
- δρώννω
- δώμα
- εβόρισεν τσαιρός
- έγινε φούρκα θάλασσα
- εδικός
- εκαΐλισε με
- εκακοπήα
- έκαμα τα τσα μου
- έκαμεμ με περπάτι
- εκανΐρισσα τσαι εία
- εκκατάρτε ο άθθρωπος
- εκκλησκιά
- έκοψε τσ’ έφυε
- ελαλντάρισα που τον πόνο
- ελγκιά
- έλι πέττι
- ελλγκιέννη
- εμάισε με
- εμασίστηκα την
- εμπουάδα
- εμπούκκα
- εμυαλός
- ε να σε κάμω τη φέστα σου / τον τερπιέ σου
- εν εβρίσκιω άδκειαση
- ένεινε
- ένιωσα
- εν να πέσει λοπούτα
- εν ταγιαντώ
- εντζεφαλλικό
- εντορόσκιασα
- έξανα
- εξεγκαθίστηκα
- εξέφτιασα
- εξινιές
- εξυννιά
- εόκα
- επαΐρντισα
- επαράντοσα
- επέσαν δγκιάομα
- επήρε φώκο
- έπιασε τα σμόλοα
- επιλοούμαι
- επισκέφτης
- επίττισε
- επόβγιε
- επογκλέξαμε
- επόλαψα τα
- εποσύραν τα ψωμιά
- έπραξα τους
- ερέχτη
- έρττυσα φαί
- εσάβντισε την
- εσάχνισεν τον
- έσσε νου
- εσταυροτσεφαλίστηκα
- εστρεμμός
- εσώσπασε
- έφαα τον αγλέορα
- έφηκε με καζίτσι
- εφκή
- έφταξε
- εφταρέζιλο
- έχει τον λέμπερτο
- εχτύπησε με ο στελντίτης
- έχω κρέτιτο
- έχω τα καμωμένα/ σκιασμένα
- έχω τράτο
- ζα
- ζαβάλλης
- ζαβάλλικο
- ζαβλακωμένος
- ζαμάνια
- ζάρα
- ζαρβός
- ζάφτι
- ζάφτω
- ζέννω
- ζευγκάς
- ζέχνω
- ζίγκα
- ζίζικας
- ζιμπούλλι
- ζιντάνι
- ζιπούνι
- ζορλατίζω
- ζουλάππα
- ζούλγκια
- ζουμαχνώ
- ζουνιάζω
- ζούππα
- ζουρλατίζω
- ζυμόμελη
- ήβγκε στο μεϊτάνι
- ήβραμε λιμπερτί
- ήμπα - εία τσ΄ ήβγα
- ήμπα μια στιγμή
- θελγκειά
- θήμισος
- θθυμητικό
- θκειά
- θορώ
- θρονί
- θροφαντός
- θρύβγκιω
- θωργκιά
- θωρώ
- ίδρος
- ίλντα μου
- ισκιότη
- καβαλλίνα
- κάβνταλο
- καγιά
- καγκαού
- καζάκα
- καζάντι
- καζίκα
- καζίτσι
- καθάμπρικο
- καθάρσιο
- καθερνώ
- καθετή
- κάθουμαι
- καϊλίζω/καϊλώ
- καΐμι
- καϊράττι
- κακκαρώνω
- κακλοπετεινός
- κακοβάλλω
- κακοβρίσκιωτος
- κακόμος
- κακόμος/κακομά/κακόμο
- κακομούσουρος
- κακόν περιτσύκλωμα
- κακόρεσκιος
- κακόχρονο να χεις
- καλαέρκια
- καλάϊ
- καλαματιανός
- καλαμοκάννι
- καλαντάες
- καλαντίζω
- καλαπόδιασα
- καλαφούνα
- καλέορος
- καλέσματα
- κάλλια
- καλλικώ
- καλλουργκιά
- καλορίζικα
- καλοτσαιρινός
- καλότυση
- καλότυσι
- καλυβώννω
- καμανιτάρια
- κάμαρη
- καμαρικό
- καμαριτάργκια
- καμαρόπετρα
- καμαροφρύδα
- καματερό
- καματερός
- καματεύγκιω
- καμμιστός
- καμμιτσάλλι
- καμμώ
- καμός καρντιάς
- καμουζέλλες
- καμώννουμαι
- κανακεύγιω
- κανάτσισμα
- κανατσιστός
- κανναθίτσα
- καννεύγκιω
- καννευτήρης
- καννί
- καννίρης
- καννιρίζω
- κανοτιέρα
- καντηλοσβήστης
- κάντιος
- καντούνι
- κάος
- καούννια
- κάουρας
- καουργκιάζω
- καουρμάς ή μίλλα
- καουρντίζω
- καπαρντίζω
- καπιτάνος
- καπνιστήρα
- καππαμάς
- καππάνι
- καππάρο
- καππιρός
- καράολας
- καρβουνιστιά
- καρί
- κάριας
- καριόλλα
- καρκαθκιάτο
- καρκαλλεύγιω
- καρνάβαλλος
- καρναπίττι
- καρνταμώννω
- καρντιά
- καρολγκιές
- καρούλλι
- καρσελλώνω
- κάρσες
- καρσί
- καρσόν
- καρύδγκια
- κασαβέττι
- κασάπης
- κασαπιό
- κασκέτο
- κασκιά
- κάσση
- καστέρνω
- καστόρη
- κατάβαργεναίκα
- καταπαλίτσα
- καταπιόνας
- καταπονώ
- καταππέφτω
- καταστιχτά
- καταχανάς
- καταχανιά
- κατελώ
- κατέφλι
- κατσάδα
- κατσαμάτσα
- κατσαριά
- κατσαρόλλι
- κατσέρνω
- κατσιρντώ
- κατσουνάς
- κατσουρός
- κατταπαλίτσα
- κάττης
- καυκάλλα
- καφενές
- καφκιούμαι
- κάχρια
- κάψη
- καψί
- κείττουμαι
- κκίζι
- κκιλλαντίζω
- κκίννι μίννι
- κλαΐ
- κλαρωτός
- κληματόφυλλο
- κλιθαρένο
- κλιθάρι
- κλώννω
- κλωστρός
- κνάσουν
- κναστό
- κόβγιω
- κοϊνέρνω
- κόκκα
- κοκκάτσι
- κόκλανος/κοκλανούρι
- κοκλαπετεινός
- κολοσαφάς
- κομμόχρονος
- κονταρία
- κονταρίες
- κόντεψε
- κοπανιά
- κοππανίζω
- κοπποτσυλγκιούμαι
- κόπρος
- κόπτωμαι
- κόρδα
- κορνιόζος
- κόρντα
- κόρπος
- κορφάδγκια
- κορφάδια
- κοστιασμένα
- κοτσινολαίμης
- κουβάνι
- κουκκουάγια
- κουκνουτσεύγκιω
- κουκουλίθρα/καυκαλίθρες
- κουκουλουμανιάρης
- κουλούμπρα
- κουλούτσι
- κουμάσι
- κουμμάτι
- κουμματσούλλι
- κούμμελλο
- κουμουλλωτός
- κουμπάνια
- κουμπαρίτσα
- κουμπάρος
- κουνάβι
- κουναρίζω
- κουνέττο
- κουνιού λτιο
- κούννα
- κούννες
- κουννιά
- κουνουππί
- κουππί
- κουραμάς
- κουρέντι
- κουρεντού
- κουρκουνώ
- κουρκούταβλος
- κουρμπέττι
- κουρσούνι
- κουρτέλλα
- κουσκούνι
- κουσουμέρνω
- κουταλοθήκη
- κουταλοθρέτσης
- κουτελλίτης
- κούτελλο
- κουτσουλλός
- κουτσουλλώ
- κουττούτσι
- κουφοβντομά
- κοφίνι
- κοφτός
- κόφτω
- κράμπια
- κρατώ
- κρεβάτια
- κρεβαττίνα
- κριατενή
- κριπέρνω
- κρομμί
- κρόμπιο
- κρότσινος
- κρούτσελλο
- κύρτος
- κωλοσαφφάς
- λαένα
- λάι
- λαϊκό
- λακάνη
- λακανί
- λακέρντα
- λακκιρτίζω
- λακκούα
- λαλλαρίζω
- λάμαινε να σε σουσουμνιάσω
- λαμαίνω
- λαμουρντώννω
- λαμπά
- λαμπάζω
- λαμπροβντομά
- λαντουρίζω
- λαοελγκιές
- λαόπιττα
- λαός
- λαούδι
- λάου λάου
- λαούτες
- λαργεύγκιω
- λαύρα
- λαφαντάρης
- λαφάσσω
- λαφατός
- λαφρώννω
- λαχταρώ
- λγκιοθυμώ
- λγκιομάεμα
- λγκιοψυσά
- λεβά λεβά
- λέι
- λείβγκιω
- λέμπερτος
- λεμπουνάρια
- λενταίρνω
- λέντα με
- λεντουρίδγκια
- λεσγάρι
- λεσπέρης
- λεσφατσά
- λευρώννω
- λεφούσα
- λιγκάτσι
- λικοτίζω
- λίλλιρας
- λιμάγρα
- λιμαίρνω
- λιμπίζουμαι
- λιξιάρης
- λλάσσω
- λλιαίνω
- λλιοθυμώ
- λο
- λοθθκιάζω
- λοίζια
- λοϊσμός
- λολαίνω/ελώλησα
- λολλοπόνηρος
- λολλός
- λοούμαι
- λοπούττα
- λόππια
- λόρδα
- λόρντικο
- λουβγκιάρης
- λούγκρα
- λουλλούα
- λουμμπάρι
- λούννω
- λούρος
- λουτριά/πρόσφορο
- λουτσακιάζω
- λούτσυκας
- μαγγάνη
- μάγκανα
- μαδκιά
- μαεργκιά
- μαεύγκιω
- μαϊδί
- μαϊδοπούγκι
- μαϊνέρνω
- μαλαή
- μαλάσσω
- μαλικός
- μαλλάς
- μάλλερος
- μαλλώνω
- μαλουππιάζω
- μάμμη
- μαμμουλώ
- μανάλλι
- μανιζέβελλος
- μανίκα
- μανίτα
- μανιτσέρνου
- μανιτσέρνουμαι
- μαννάρι
- μάντα
- μανταλγκιό
- μανταλέννια
- μαντζάρι
- μαντιλαργκιά
- μαντιλίτσα
- μαντρακάς
- μαξελντάρι
- μαξούλλι
- μαξούς
- μαουλάες
- μάουλλα
- μαραφέττι
- μαρίζω
- μαρκούτσο
- μαρμάγκα
- μαρτί
- μαρτοττούλλουο
- μάσαλλα
- μασέλλα
- μασέρι
- μασσά
- μαστίχα
- μάτσα
- ματσέλλα
- μάτσι
- μάτσινα
- ματσόαλο
- ματσόξυλο
- ματτάτσι
- μαχαμούρης
- μάχλα
- μαχλίτσι
- μεζαρουλλής
- μεϊτάνι
- μεϊτάνι/πλατσόλλτα
- μελεκούννια
- μελιντζίττης
- μέλλει με
- μεννιτσάες
- μεντζουβί
- μερέβικα
- μερεμεττίζω
- μέρι μου
- μερολαΐσει
- μεσκιακός
- μεστωμένος
- μετάνι
- μη σε κόφτει
- μια
- μιαλένω
- μιαλοβντομά
- μιαρό
- μίλλα
- μιλλακωτός
- μινέρνω
- μινιδκιάζουν
- μισκάβαλα
- μισκολώ
- μισοκομείο
- μισοκόμος
- μισοφούστανο
- μμόννω
- μοιρολόι
- μολάρω
- μολώ
- μόνια μοναχός
- μονόπαντα
- μονόσπιτο
- μονοχαλιά
- μοσακό
- μοσκάτο
- μόσκκουλλο
- μόσκουλλο
- μοστουλίτσα
- μουζιεύγιω
- μουίζω
- μούνουρα
- μουνουχάρια
- μουρντάρης
- μουσαφίρης
- μουσταλευριά
- μουστούσι
- μούταλο
- μουτεμένος
- μουτσουνιάζω
- μουτσούννα
- μουχαλεπί
- μουχούρτα
- μπακκαλγκιέρος
- μπαλεύγκιω
- μπανίνο
- μπανιόττα
- μπαξίσι
- μπάρπας
- μπασοβγκιάλλωμμα
- μπάτης
- μπατίτσασμα
- μπελλώννω
- μπεμπέκου
- μπερντεύγκιω
- μπέρσιμου
- μπήω
- μπιαλλώνουμαι
- μπιζικλέτα
- μπίρμπα
- μπλάζω
- μπλαστρώννω
- μπλέπω
- μπόϊ
- μπονάτσα
- μπονοχαλγκιά
- μπόρκα
- μποσηκώνουμαι
- μπουγιατζής
- μπούθρα
- μπουκκώ
- μπουτσίτσα
- μπράτη
- μπρέπει
- μπροέλλω
- μπροκάμμω
- μπροππέφτω
- μύγνταλα
- μυρτιά
- μυρωδένο
- μυστοκαρφιά
- μώνω
- νακάτεροι
- νακατεύγκιω
- νακάτωσε
- ναμιτσόρης
- ναντζωμένος
- νάντο
- ναουλγκιατός
- ναουλγκιώ
- να ρτει ο νους σου
- νεδεί
- νεδωμένος
- νελέω
- νεμμώ
- νεπετά
- νεπέττι
- νεραγκούλλα
- νεροκουαληττής τσαιρός
- νεστέννω
- νεστορώ
- νετριασιασμένος
- νετρισάζω
- νεττέρνω
- νευροκαβαλλίκεμα
- νέφαλο
- νιώννω
- ννιόγλη
- ννοίω
- νοίβω
- νοίτσι
- νούμος
- νούννος
- νουρά/νούρος
- ντεροκόβω
- ντζιά
- ντζιοννώ
- ντζόλα
- ντιντί
- ντιργκιούμαι
- ντολοσκιάζω
- ντολoσκιάζουμαι
- ντοροκόβγκιω/ντοροσπώ
- ντουγρού
- ντουμάνι
- νύσι
- Νύφιος
- ξαέρφη-ος
- ξαθθός
- ξαμμώνω
- ξαμπλώ
- ξανάστροφα
- ξαννώ/ξανοίω
- ξάνοιε καλά
- ξαππώννω
- ξεγκαθθίζουμαι
- ξεκαφκαλλώννω
- ξεκοντιλγκιάζουμαι
- ξεκοχλαμάνω
- ξελάγγουρο
- ξελεμματικό
- ξελοκάττα
- ξελοτσερατιά
- ξελουρώ
- ξεμανίκωτος
- ξεμισκιλλίζω
- ξενερίζω
- ξενοστώ
- ξεντελλώννω
- ξεουργκιαίνω
- ξεπαλαϊζουμαι
- ξεπετραϊζω
- ξεπουλγκιάζω
- ξεποχλαμαίνω
- ξερατός
- ξεσκάλλω
- ξεσκώ
- ξεσπάστηκα
- ξεσoιριδγκαίνω
- ξετελέματα
- ξετσιννώ
- ξεφωτά
- ξηνταβελλόνης
- ξίβγω
- ξίζικα
- ξινιά
- ξιντός
- ξίουμαι
- ξόανο
- ξογκλίζω
- ξολώ
- ξονγκλώ
- ξοτάνισμα
- ξυ
- ξυάτες
- ξύλενο
- ξυλοκάτα
- ξυλοκερατιά
- ξύστρο
- ξώφτερνος
- οβριός
- οκκά
- ολοχάλατος
- ολόχλωρος
- οξώπορτα
- όροξη
- όρσα το χω
- ορτογραφία
- ορτύτσι
- όσεντρα
- όσι
- ούγια
- ουλλιά
- όφκιος
- όψεσαι
- πάγκος
- παέννω
- παζμός
- παΐδγκια
- παιδεύγκιω
- παινέματα
- παίννια
- παϊρντίζω
- παλαμία
- πάμια
- παμπάτσι
- παμπουλγκιάζω
- παναθύρι
- παναϋρι
- πάνε παρά τσει
- πανιασμένα
- πανταλόνι
- παντέρημο
- παντήχνω
- παντιέρα
- πάντιξα
- παντόχνω
- παντρέβγκιουμαι
- παπαδγκίτσα
- πάπλα
- παπούκκα
- παπούκκες
- παππούλλες
- πάππους
- παραγιμωστά
- παραγλέπω
- παραγούμαρο
- παραδώ
- παραντώννουμαι
- παρασόλλα/παρασόλλι
- παράσταχνο
- παράτα
- παράταιρος
- παρατσεί
- πάρμη
- παρμπέρης
- παρμπερίζω
- παρσαρίσκια
- παρτενιά
- παρτέρνω
- παρττό
- πασαλείβγκιω
- πασαππόρτι
- πασαράς
- πασαρντίζω
- πασέρνω
- πασίλι
- πασκαβάλι
- πασκάζω
- πασκαλερός
- πασκελλώ
- πασπαλλώνω
- πασπατεύγκιω
- πασπατούλλης
- πασσομία
- πάστα/σάρσα
- παστιάζω
- πάστρα
- παστρεύγιω
- παστρικός
- παταλαμάς
- πατανία
- παταρός
- πατελιά
- πατέλλα
- πατίχα
- πατοί μας
- πατσαούρα
- πατσαρίσκια
- πατσάς
- παττάτσι
- παττελγκιά
- παττιρντί
- παττώ
- παυτώννω
- παχαρία
- πεζερίζω
- πελεκκαφτία
- πέμπω
- πενιστέρα
- πεννούρι
- πενούρι
- πεντάρτι
- πεντάρφα
- πεντίζω
- πεντοχρούσουζος
- πέραμα
- περάτης
- περιβαρώ
- περιεμού
- περιξέβγκιουμαι
- περιπαίζω
- περισκουρίζω
- περιχνός
- περκούρι
- πέρντικα
- περόνι
- περπαίζω
- περσενώννω
- πεστομόννω
- πεταχτή
- πετεινός
- πετιμέζι
- πετινός
- πετρολώ
- πε τσαι συ
- πετσεττί
- πετσεφλλούα
- πετσικόλλι
- πηχτή
- πιάστρα
- πίζηλος
- πιζικλέττα
- πιζίνα
- πιζινάς
- πιζινίτσι
- πιθκιακούλλι
- πιλάβι
- πιλοούμαι
- πιμπάλλω
- πίντα
- πιργκιόνι
- πίρμπα
- πισίτης
- πίτα χα
- πιτικώ
- πιττακώννω
- πιτταρούδγκια
- πιττιβίς
- πιττίζω
- πίττισμα
- πιχλιμπίδγκια
- πλατσόλα
- πλίγκος
- πλόκα
- πλουμιά
- πλουμίζω
- πλουμιστό
- πλύτρης
- πλώννω
- ποβγιάλλω
- ποβγκαίνω
- ποδγκιάλλεα
- ποδγκιάλλι
- πόζεψε
- ποήματα
- ποθθίζει
- πόι
- πόιση
- ποκοττώ
- πολαχτώ
- πολιτέβγκιουμαι
- πολλαίνω
- πολυάγκιστρο
- πομένω
- πονοτσέφαλος
- ποντίζω
- ποπαΐραμα
- πορέβγκιω
- πορικά
- πορπατηξιά
- πορπατικτός
- πορπατώ
- ποσπέρας
- ποσπερίζω
- ποσύρει
- ποσύρνει
- ποσώννω
- ποτάσσω
- ποτραβγκιούμαι
- ποτσιπισμένο
- που βτα μέχρι τζια
- πουδώ
- πούετα
- πουλιστρίνα
- πούλλα
- πουλλώνας
- που να καμμώνεσαι
- που να κάτσουν τα ούγια σου τσαι τα μισκάβαλντά σου
- πούντα
- πουντιάζω
- πούντιασα
- πουργεύγκιω
- πουργκός
- πουρνέλλα
- πουρντουτσέλλα
- πουρτουκέλλα
- πουτσεί
- πουττούνικο
- πουφτός
- ποφεύγκιω
- ποχλαμένω
- ππατταλαμάς
- ππατταξής
- ππαχίλλι
- ππιλώννω
- ππούλλι
- ππώννω
- πραττέλλι
- πρε
- πρεζόλλα
- πρεσύ
- πριν που λντίο
- πρίντζιππας
- πρόαττο
- προβέρνω
- προνός
- πρόσαμμα
- προσκαλητήρια
- πρότσειται
- προύκα
- προυτσά
- πρωμοβρέξια
- πρωτινός
- πυργκιάζω
- πύργκος
- πωρνό
- πως σε λέσι
- ράβγκιω
- ραβντί
- ραθυμώ
- ρακουνιστό
- ρακουνώ
- ραουνιάζουμαι
- ργκιεύγκιω
- ρέβα ρέβα ή βασταό βασταό
- ρεμέδγκιo
- ρέξιμο
- ρέσκει
- ρετσέτα
- ρεχτιάζουμαι
- ρημάσσω
- ριβίθθι
- ριζιέρνω
- ρίζουμαι
- ριφωνίτης
- ρμέω
- ρμηνεύγκιω
- ρόα
- ρόσιτα
- ρότσα
- ρουκκαλλίζω
- ρουμάνι
- ρούτσεττο
- ρουφονίτης
- ρουφούκια
- ρυζόαλο
- σαγιονάρα
- σαιρέτιο
- σακκάρης
- σακκάτης
- σάκκος
- σαλά
- σάλα
- σαλαμέττι
- σαλαμούρα
- σαλαουνώ
- σαλέβγκιω
- σάουνο
- σαουρντίζω
- σαραντώννω
- σαρμός
- σάρτο
- σαρτώ
- σαφλιάζομαι
- σαφλιασμένα
- σβάγκο
- σβέρκος
- σβολώνουμαι
- σβουντουρώ
- σείλη
- σειμωνικά
- σελουβί
- σεντουκάτσι
- σενττούτσι
- σερεπέττι
- σέρι
- σερκιόβρουλος
- σερπετός
- σεύκλα
- σιεράς
- σικίρντιση
- σικκιρντίζω
- σιλιούδα
- σινί
- σινιαρίζω
- σινιπόι
- σιντζίμι
- σιπιά
- σισαίννουμαι
- σισάμι
- σίφουνας
- σκάδγια
- σκαλαθρίζω
- σκάλαθρος
- σκαμνί
- σκαντάβλια
- σκαπουλλαίρνω
- σκαρντούππι
- σκάτσα
- σκέπαση
- σκιάζομαι
- σκιαστικός
- σκολόμμια
- σκολόπετρα
- σκολώ
- σκοπός
- σκορδαλλός
- σκόρσο
- σκουάδρα
- σκούζα
- σκούλλοι
- σκουλουκοειδήτης
- σκουτελλότοιχος
- σκουτούφλι
- σκουφί
- σκούφωμα
- σκουφώνομαι
- σκρόφκιος
- σμαρίδα
- σμίω
- σμόλοα
- σοίρος
- σοκκάτσι
- σόμμαλα
- σομπήλωττος
- σονίζω
- σόννιος
- σορόκος
- σορόπι
- σουβατζής
- σούζα
- σούλουκκας
- σουλούνα
- σουλουνάτσι
- σουλουντρανεί
- σουλούππι
- σουλουππωμένος/συναρττωμένος
- σουμάρι
- σουραί
- σούρντιση
- σουσουλάγκρα
- σουσούμι
- σουσουμιάζω
- σούσουνας
- σούστα
- σουτιές
- σούτσουρο
- σούτσουρου
- σουφάς
- σούφρα
- σπάχος
- σπιρτικό
- σπίρτο
- σπολλάτε
- σπουργκίτης
- σσόμαλλα
- σσομπήλωτος
- σσομπήννω
- σταννιό
- στάννουνται
- στάππα
- σταφίες
- στελλιά
- στελλίτης
- στενοκοπιά
- στηλιάζομαι
- στιβάννια
- στιμνή
- στόμας
- στομάσι
- στράλλι
- στραμπούλησμα
- στραομάρα
- στραομπόρκας
- στράτα
- στρατί
- στρέφω
- στρωσκιές
- σύαμπρος
- σύβραση
- σύγχρηστος
- σύλλωσε
- συμπιάζομαι
- συμπράγκαλλα
- συναβούλλι
- συναππώννω
- συναρτωμένος
- σύνγκρυο
- συνήρι
- συνιμπάλλω
- συννύφφισσα
- συνομαεύγκω
- συνομάι
- συνορίζουμαι
- συντέκνισσα
- σύντεκνος
- συντζίμι
- συντρώουμαι
- σύρνω
- συρτή
- σύρτης
- συρτός
- σύση
- συτζενής
- σύφφερο
- συχαρίτσα
- σφαλώ
- σφιχτές
- σφογγελλώ
- σφουγγίζω
- σώκλειστος
- σωσπώ
- ταβάς
- ταγιαντώ
- τάκκος
- ταλαγκούτες
- ταλαζωνή
- ταλαμπάκκα
- ταμερζάνα
- ταμνάς
- ταμπούτσι
- τ’ άντερα
- τανώ
- ταράντα
- ταραντένος
- ταρτάνα
- τάσσω
- τατσελιάρης
- ταυτιάζω
- ταχά πεττέρι
- τα χόρσα του
- ταχράς
- τελάληες
- τελεξίζης
- τελεύγκιω
- τέμπλες
- τενετσές
- τζάμενη
- τζαναπέττης
- τζάνερα
- τζια
- τζιάρες
- τζιλλώννω
- τζινιάζω
- τζιονίζω
- τζοάπι
- τζόλα
- τηάνι
- τηανίτες
- τιμόνεμα/συνάρτωμα
- τιμονιέρης
- τινάσσω
- τι ώρα ένιωσες
- τόζι
- τολάιστο
- τόπιος
- τοπώνω
- τουκκουντώ
- του λόου σου
- τουλούμι
- τουμπανιάζω
- τούμπανο
- τουμπελέτσι
- τούμπλα
- τουμπρούτσι
- τούνους είσαι
- τούππου
- τούρσικος
- του Συναληψιού
- τραβά η παππούκα σου
- τραβαλγκιέρνω
- τράος
- τράτος
- τρέμουσα
- τρίπιτσος
- τριπόης
- τριπυτό
- τρίστρατο
- τριτσερνώ
- τριχοφάς
- τρομαλλίζουμαι
- τρουλλοάνοιχτος
- τρουσί
- τρύος
- τρυπαλλίτης
- τρυπητό
- τρoχός
- τσα
- τσάγκρισμα
- τσαγκρουνώ
- τσαι που τον προέλειπων
- τσακιστές
- τσακκώ
- τσάκνα
- τσακουμάτσι
- τσα κουμματι/ τσα λίο
- τσαλαπουρντώ
- τσαλιστίζω
- τσαλλοτρώω
- τσα με ψωμοτρώεις
- τσαμπούνα
- τσανάκα
- τσανάκια
- τσανγκρίζω
- τσαπάπι
- τσαπατσούλλης
- τσαποχρόνου
- τσάρουκας
- τσάρταλα
- τσαρτέλλα
- τσασίτης
- τσατσελλώ
- τσάττισα
- τσελεππίρι
- τσεππούλλι
- τσέρασμα
- Τσερετσή
- τσερί
- τσεφάλη
- τσεφτεδάτσα
- τσεχρί
- τσιάρα
- τσιαρίζω
- τσικκολάτα
- τσίκλα
- Τσικνοπέφτη
- τσιλίμι
- τσιλιμιούες
- τσιλλεύγιουμαι
- τσιλλόκολο
- τσιλλοπατώ
- τσίμα τσίμα
- τσιμιά
- τσίμινο
- τσινγκρί τσινγκρί
- τσιόννι
- τσίππα
- τσιτάκι
- τσίτουμε
- τσιτσιρίζω
- τσίτσος
- τσιττώνω
- τσολλαρού
- τσοπάννης
- τσουίζω
- τσουιστό
- τσούκκα
- τσουκκούρης/τσέλης
- τσουκκώννω
- τσουλλί
- τσουμέττες
- τσούνα ή τσουνί
- τσουράππι
- τσουρούτικος
- τσουρουφλίζω
- τσουφράς
- τσυραλεσένη
- τταμαξιάρης
- ττάππα
- ττελάλης
- ττέλλι
- ττιμάρι
- ττιρντίζω
- ττίρντισμα
- ττόζι
- Τυρινή
- τυροκομμίτισσα
- των Ματσιών
- τo τουλάππι
- ύστερο
- φακκάνα
- φακκαναρκιές
- φακκόρυζο
- φακκώννω
- φαλλοκόβγκιω
- φαμίλγκια
- φανέλλα
- φαούδι
- φαούρα
- φάουσσα
- φαρανγκλιαστή
- φαραονιά
- φασούλια
- φεκκάρι
- φελλά
- φέλλερες
- φελλί
- φέντης
- φερμέρνω
- φέστα/ττερεπιές
- φκιάρουμαι
- φκριούμαι
- φλέα
- φλεμόνια
- φλέτσα
- φλομάτο
- φλόμος
- φλοσκάτσα
- φοέρα
- φορά
- φόρα μανίκα
- φορτωτήρα
- φουμέρνω
- φουντούτσα
- φουρνάρης
- φουσκιά
- φουστάνι
- φουχτιά
- φραγκουάζανο
- φρένιμος
- φρίσσω
- φροκαλγκιά
- φροκαλλιά
- φρόκαλο
- φροκαλώ
- φρούτσα
- φρύδγκια
- φρύω
- φταρμίζω
- φτενός
- φτερνίζουμαι
- φτερούχα
- φτιά
- φτοσδά
- φύρα
- φυραίνω
- φυστίτσι
- φυτεύγκιω
- φφάουσσα
- φφέντης
- φφοργκιούμαι
- φφυλγκιάζω
- φωκάρω
- φώκος
- χαβάσι
- χαδέβγκιω
- χαΐρι
- χαϊρκιάς
- χαλαβαλές
- χάλαβρος
- χαλάντρες
- χαλατός
- χαλλουάς
- χαμνές
- χαπάρι
- χαραμά
- χαραμοφάς
- χαρνταυλίζω
- χαρτοβέλουσα
- χάσικη
- χασιμιός
- χασολοώ
- χασομέρης
- χασοστράτης
- χάτε γεια
- χατέστε
- χάφτω
- χαχανίστρα
- χλετρό
- χλωρός
- χολοσκώ/χολγκιώ
- χορατά
- χορεύγκιω
- χούι
- χουσμέττι
- χοχλάτσι
- χόχλος
- χρειαζούμενα
- χρέμι
- χρονάτος
- χρουσάφι
- χρουσούζης
- χρυσόμηλο
- χταπόι
- χωλομανώ
- χωργκιό
- ψάθθα
- ψακώνω
- ψαλντί